τιθύμαλλος

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, spurge, petty spurge, radium weed, cancer weed, milkweed, Euphorbia peplus, Cratin.325 (lyr.), Ar. Ec.405, Thphr. HP 9.8.2, PHolm.5.24, 25.1: heterocl. pl. τιθύμαλλα AP9.217 (Muc. Scaev.).—Seven kinds are enumerated by Dsc.4.164; τιθύμαλλος ἄρρην = χαρακίας, l.c., cf. Thphr. HP 9.11.8; τιθύμαλλος θῆλυς = μυρσινίτης or μυρτίτης, ib.9.11.9, Dsc.l.c.; used for poisoning water in warfare, Afric.Cest.p.15 V.

Spanish

lechetrezna

Greek Monolingual

ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α
το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα
2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» — το φυτό χαρακιάς
β) «τιθύμαλλος θῆλυς» — το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό από το θ. του α' συνθετικού του τ. θυμ-ελαία (< θύμον «είδος φυτού» + ἐλαία)].

Frisk Etymology German

τιθύμαλλος: {tithúmallos}
Forms: pl. auch -α (AP)
Grammar: m.,
Meaning: Wolfsmilch, Euphorbia Peplus (Kom., Thphr., Dsk.),
Derivative: -ίς f. Bez. verschiedener Pflanzen (Dsk., Ps.-Dsk. u.a.); zur Begriffsbestimmung Strömberg Pfl. 19.
Etymology: Wohl Reduplikationsbildung; vgl. θυμελαία (Schwyzer 423)?
Page 2,899

Wikipedia EN

 
Euphorbia peplus

Euphorbia peplus (petty spurge, radium weed, cancer weed, or milkweed), is a species of Euphorbia, native to most of Europe, northern Africa, and western Asia, where it typically grows in cultivated arable land, gardens, and other disturbed land.

Outside of its native range it is very widely naturalised and often invasive, including in Australia, New Zealand, North America, and other countries in temperate and sub-tropical regions.

Léxico de magia

ὁ bot. lechetrezna oculta bajo nombre secreto στῆρ ἀπὸ κεφαλῆς· τιθύμαλλον grasa de la cabeza es lechetrezna P XII 442

German (Pape)

τιθύμαλος.