τιμωρώ
Greek Monolingual
τιμωρῶ, -έω, ΝΜΑ τιμωρός
επιβάλλω τιμωρία για αξιόποινη πράξη, κολάζω
νεοελλ.
1. πατάσσω, πλήττω («θα σέ τιμωρήσει ο θεός»)
2. βασανίζω, ταλαιπωρώ («τί σού έκανα και μέ τιμωρείς σκληρά;»)
αρχ.
1. εκδικούμαι («τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός τιμωρεῖς», Διον. Αλ.)
2. βοηθώ, συντρέχω κάποιον
3. παρέχω ιατρική βοήθεια, περιθάλπω
4. ζητώ να πάρω εκδίκηση
5. (το ουδ. μτχ. μέσ. μελλ. ως ουσ.) τo τιμωρησόμενον
η δυνατότητα που έχει κανείς να εκδικηθεί κάποιον («τὸ γὰρ τιμωρησόμενον οὐχ ὑπέσται τῆς πολιτείας καταλυθείσης», Δημοσθ.)
6. φρ. «Ἑαυτὸν τιμωρούμενος» — τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου.