τιποτένιος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. ασήμαντος, χωρίς καμία αξία, μηδαμινός
2. (για πρόσ.) άθλιος, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίποτα / τίποτε + κατάλ. -ένιος (πρβλ. λαστιχένιος)].