-α, -ο, Ν1. ασήμαντος, χωρίς καμία αξία, μηδαμινός2. (για πρόσ.) άθλιος, ελεεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίποτα / τίποτε + κατάλ. -ένιος (πρβλ. λαστιχένιος)].