τοξόκλυτος

English (LSJ)

τοξόκλυτον, famed for archery, Pi.Fr.312, B.10.39.

German (Pape)

[Seite 1128] s. τοξίκλυτος.

Russian (Dvoretsky)

τοξόκλῠτος: славный (своим) луком Pind.

Greek (Liddell-Scott)

τοξόκλῠτος: -ον, περίφημος ἐπὶ τῷ τόξῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 279 (Σχόλ. Ἑνετικ. Β. εἰς Ἰλ. Χ. 51).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι ξακουστός για το τόξο του, για τις ικανότητές του στην τοξοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κλυτός «ονομαστός, ένδοξος» (< κλύω)].