τραπέζωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, what is set upon a table, dish, Eust.1402.19: pl., offerings to gods, SIG1007.15 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1134] τό, das, was auf den Tisch gesetzt, gebracht wird, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπέζωμα: τό, ἐν τῷ πληθ. τραπεζώματα, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης τιθέμενα σκεύη (πρβλ. ἐπιτραπ-), Εὐστ. 1402. 19.

Greek Monolingual

-ώματος, το, ΝΜΑ τραπεζῶ, -ώνω
νεοελλ.
(συν. με επιτιμητική σημ.) παράθεση γεύματος σε κάποιον ή κάποιους
μσν.
συνεκδ. επιτραπέζιο σκεύος
(αρχ)
1. έδεσμα που παρατίθεται στο τραπέζι
2. στον πληθ. τὰ τραπεζώματα
προσφορές στους θεούς.