τρελαίνω

Greek Monolingual

και παλ. τ. τρελλαίνω Ν [[τρελ- (λ)ός]]
1. κάνω κάποιον τρελό, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του («ο χαμός του παιδιού της τήν τρέλανε»)
2. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ («τήν τρέλανε στο ξύλο»)
3. κάνω κάποιον να αισθανθεί παράφορη αγάπη ή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι (α. «τον τρέλανε με τα νάζια της» β. «τρελαίνεται για τα γλέντια» γ. «τρελάθηκα μανούλα μου για μια γειτονοπούλα μου», δημ. τραγούδι)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρελαμένος, -η, -ο
τρελός.