το, Ν τρεμουλιάζω1. τρομώδης κίνηση, κατάσταση κατά την οποία γίγονται συνεχείς παλμικές κινήσεις, τρεμούλα2. ρίγος, ανατριχίλα3. μεγάλος φόβος, τρόμος.