τρεπτέον
English (LSJ)
(τρέπω) one must turn, ποίαν ὁδὸν νὼ τ. Ar.Eq.72; ἐπί τι Pl.R. 365c.
Greek (Liddell-Scott)
τρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρέπω, ποίαν ὁδὸν νῷν τρεπτέον; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶμεν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 72· ἐπὶ τοῦτο δὴ τρεπτέον Πλάτ. Πολ. 365C.
Greek Monotonic
τρεπτέον: ρημ. επίθ. του τρέπω, αυτό που κάποιος πρέπει να τρέψει, να γυρίσει, σε Αριστοφ.