τρεχούμενος
Greek Monolingual
και τρεχάμενος, -η, -ο, Ν
1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό»)
2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» — ο ανοιχτός λογαριασμός
β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» — κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και θεωρείται ισοδύναμη με το ρευστό χρήμα, επειδή είναι αμέσως μετατρέψιμη σε τραπεζογραμμάτια, αλλ. κατάθεση όψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω, κατά τις μτχ. σε -ούμενος /-άμενος τών συνηρημένων σε -έω και τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. χρειαζούμενος).