τριάζω
English (LSJ)
(pres. only in compd. ἀπο-), aor.
A ἐτρίασα Theo Sm., Iamb. (v. infr.), and τρῐάσσω, EM765.37, Att. τριάττω Zonar.:—conquer, vanquish, properly of a wrestler, who did not win until he had thrice thrown his adversary, or conquered him in three bouts (παλαίσματα), τριαχθῆναι Thugen.1, cf. Suid. (Hence τριακτήρ, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω.)
II multiply by three, Theo Sm.p.29 H., Iamb.in Nic. p.60 P.
French (Bailly abrégé)
2multiplier par trois, tripler.
Étymologie: τρεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
τριάζω: μέλλ. -άσω, καὶ τριάσσω, μέλλ. -ξω· (τρία). Νικῶ, εἶμαι νικητής, κυρίως ἐπὶ παλαιστοῦ ὅστις δὲν ἐλογίζετο νικητής, ἐὰν μὴ κατέβαλλε τρὶς τὸν ἀντίπαλόν του ἢ ἂν μὴ ἐνίκα αὐτὸν διὰ τριῶν παλαισμάτων, δηλ. τεχνασμάτων παλαιστικῶν, «τριαχθῆναι λέγουσιν οἱ παλαιστρι[τι]κοὶ ἀντὶ τοῦ τρὶς πεσεῖν, ἢ τὸ τρὶς τροχάσαντα (Φώτ. στοχάσαντα) νικηθῆναι... οὕτως Θουγενίδης ἐν Δικασταῖς» Σουΐδ., Φώτ. ἐν λέξ. τριαχθῆναι, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 338 (ἔνδα ἴδε Σχόλ.), Εὐμ. 58, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 13, Ἀνθ. Π. 11. 316, Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 256Κ· οὕτω, διὰ τριῶν ἀπόλλυμαι, εἶμαι χαμένος, Εὐρ. Ὀρ. 434. ΙΙ. πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, τριπλασιάζω, Ἀρχ. Ἀριθμ. (Ἐντεῦθεν τριακτήρ, τριακτός, ἀτρίακτος, ἀποτριάζω).
Greek Monolingual
και τριάσσω και αττ. τ. τριάττω Α
1. (ιδίως για πυγμάχο ή παλαιστή) νικώ τρεις φορές σε αγώνα
2. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρι- του αριθμτ. τρεῖς, τρία.
Greek Monotonic
τριάζω: μέλ. τριάξω, (τρία), νικώ, λέγεται για παλαιστή, ο οποίος δε λογιζόταν νικητής αν δεν νικούσε τον αντίπαλό του με τρία χτυπήματα (παλαίσματα).
Frisk Etymology German
τριάζω: {triázō}
Forms: -άσσω, -άττω, Aor. -άξαι, Pass. -αχθῆναι (ἀπο-)
Grammar: v.
Meaning: als Ausdruck der Sportsprache dreimal zum Boden werfen und damit endgültig siegen, vom Faustkämpfer (Poll., EM, Zonar., H. u.a.),
Derivative: mit τριακτήρ m. ‘Sieger (im Faustkampf)’, ἀτρίακτος unbesiegt (A. Ag. 171 bzw. Ch. 339, beide lyr.); πεντετριάζομαι fünfmal besiegt werden (AP). Aor. τριάσαι mathem. mit drei multiplizieren (Theo Sm., Iamb.) mit ἀτρίαστος nicht verdreifachbar (Dam.); τριαγμός, -οί (Harp. u.a.), -ασμοί (Suid.) ‘Triade(n)’ N. eines philos. Werks des Ion v. Chios.
Etymology: Denom. von τρεῖς, τρία (s.d.).
Page 2,930
German (Pape)
1 besiegen, überwinden; eigtl. vom Faustkämpfer im Pentathlon, dessen Sieg erst dann entschieden war, wenn er seinen Gegner dreimal zu Boden geworfen, in drei Gängen nach einander überwunden hatte, Suid. und Sp.
2 verdreifachen, mit drei multiplizieren, Sp.