τριαγμός
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ὁ, or τρῐαγμοί, οἱ, the triad or the triads, a philos. work by Ion of Chios, Harp. s.v. Ἴων, cf. D.L.8.8, Clem.Al.Strom.1.21. 131 (where τριαγμοῖς is restored for τριγράμμοις); τρῐασμοί Suid. s.v. Ὀρφεύς.
German (Pape)
ὁ, der Sieg, Callim.
Russian (Dvoretsky)
τριαγμός: ὁ триада, троица Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
τριαγμός: ὁ, ἢ τριαγμοί, οἱ, «ἔγραψε δὲ (ὁ Ἴων) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται Τριαγμοί, καθὰ Δημήτριος ὁ Σκήψιος καὶ Ἀπολλωνίδης ὁ Νικαεύς, ἀναγράφουσι δὲ αὐτῷ τάδε: ‘ἀρχὴ ἥδε μοι τοῦ λόγου, πάντα τρία καὶ πλέον οὐδὲν οὐδὲ ἔλασσον· τούτων τῶν τριῶν ἑνὸς ἑκάστου ἀρετὴ τριάς, σύνεσις καὶ κράτος καὶ τύχη» Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἴων, πρβλ. Διογ. Λ. 8, 8, Κλήμ. Ἀλ. 397 (ἔνθα διορθοῦται τριαγμοῖς ἀντὶ τριγράμμοις)· παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ὀρφεὺς τριασμοί, Εὐδοκ. Μακαρ. Ἰωνιὰ 317 (526, 8 ἔκδ. Flach.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ τριάζω / τριάττω]
νεοελλ.
αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα
μσν.-αρχ.
(κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται Τριαγμοί, καθὰ Δημήτριος ὁ Σκήψιος καὶ Ἀπολλωνίδης ὁ Νικαεύς. ἀναγράφουσι δὲ αὐτῷ τάδε: ἀρχή ἥδε μοι τοῦ λόγου, πάντα τρὶα καὶ πλέον οὐδέν οὐδὲ ἔλασσον
τούτων τῶν τριῶν ἑνὸς ἑκάστου ἀρετὴ τριάς, σύνεσις και κράτος καὶ τύχη».