τριέλιξ

English (LSJ)

ῐκος, ἡ, triple wreath, Chaerem.7 (dub.).

Greek (Liddell-Scott)

τριέλιξ: ῐκος, ἡ, τρίπλοκος, κισσῷ τε ναρκίσσῳ τε τριέλικας κύκλῳ στεφάνων ἑλικτῶν Ἀθήν. 679F, ἀμφίβ.

Greek Monolingual

-ικος, ή Α
αυτή που έχει τυλιχθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἕλιξ, , «έλικας» (πρβλ. τετραέλιξ)].

German (Pape)

ικος, = τριέλικτος, Chaerem. bei Ath. XV.679e.