τριπιθήκινος

English (LSJ)

η, ον, thrice apish or thoroughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
trois fois aussi laid qu'un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.

German (Pape)

dreimal affenmäßig, d.i. sehr affenmäßig, ῥύγχος, Lucill. 35 (XI.196).

Russian (Dvoretsky)

τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.

Greek Monolingual

-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδήςῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].

Greek Monotonic

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον
thrice or thoroughly apish, Anth.