τριφάσιος
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, (τρεῖς)
A triple, μουνομαχίη Hdt.5.1.
II in plural, much the same as τρεῖς, Id.1.95, 2.17, al.; cf. διφάσιος.
III = τρίφωνος, Hsch.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
triple ; au plur. trois.
Étymologie: cf. lat. trifarius.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριφάσιος -α -ον [τρι-, φάσις] drievoudig.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
τριφάσιος: (ᾰ) тройной: μουνομαχίη τριφασίη Her. тройной поединок; τριφάσιαι ὁδοί Her. три пути.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. τριπλός
2. στον πληθ.) τρεις
3. (κατά τον Ησύχ.) «τρίφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φάσιος (πρβλ. διφάσιος). Για το β' συνθετικό βλ. λ. διφάσιο].
Greek Monotonic
τρῐφάσιος: [ᾰ], -α, -ον (τρεῖς), τριπλός, Λατ. triplex, σε Ηρόδ.· στον πληθ., σχεδόν συνώνυμο του τρεῖς, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐφάσιος: [ᾰ], -α, -ον, (τρεῖς) τριπλοῦς, Λατ. triplex. Ἡρόδ. 5. 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ τριξοί, σχεδὸν συνών. τῷ τρεῖς, Ἡρόδ. 1. 95., 2. 17, κ. ἀλλ.· πρβλ. διφάσιος.
Middle Liddell
τρῐφᾰ́σιος, η, ον τρεῖς
threefold, Lat. triplex, Hdt.:—in pl., much the same as τρεῖς, Hdt.