τροχιός

English (LSJ)

ά, όν, = τροχόεις, round, φθοΐς AP6.258 (Adaeus).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi.
Étymologie: τροχός.

German (Pape)

1 schnell, im Kreise laufend.
2 rund, ῥοΐς Add. 1 (VI.258). Vgl. τροχιά.

Russian (Dvoretsky)

τροχιός: круглый (φθοΐς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγύλος, τροχιὰν ἐν κανέω φθοΐδα Ἀνθ. Π. 6. 258.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α τροχός ή τρόχος]
στρογγυλός σαν τη ρόδα.

Greek Monotonic

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τροχιός, ή, όν = τροχόεις
round, Anth.