Ν1. βαδίζω απρόσεκτα και πατώ μέσα στις λάσπες2. αναταράσσω λάσπη3. μτφ. εργάζομαι απρόσεκτα, τσαπατσούλικα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βουτώ και έχει προέλθει από τη φρ. έξαλλα βουτώ ή, κατ' άλλους, άτσαλα βουτώ (πρβλ. τσαλαπατώ)].