η, Ν τσίκουδο1. βοτ. κοινή ονομασία καθενός από τα είδη του γένους φυτών πιστακία της οικογένειας ανακαρδιίδες που απαντούν στην Ελλάδα2. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται με απόσταξη στεμφύλων, αλλ. ρακή ή τσίπουρο.