και τσιμπολογάω Ν1. τσιμπώ επανειλημμένα2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγοβ) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + -λογώ (πρβλ. τραβολογώ)].