το / τυπάριον, ΝΜ
νεοελλ.
1. εκκλ. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για την αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων πάνω σε προσφορές
2. καλούπι από κερί
μσν.
υποκορ. (για νομίσματα) αρχέτυπο σφραγιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. θηκ-άρι(ον)].