τυρολοιχός

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αἱματολοιχός].