τυφλώττω

English (LSJ)

A to be blind, ψυχὴ τ. Luc.Nigr.4, cf. Phld. Po.Herc.1676.4, Cic.Att.2.19.1, Gal.15.168, Chor. in Rh.Mus.49.504 (p.252 F.-R.); περὶ τὰ κάλλιστα Plb.2.61.12; ἀμφὶ [τὰς αἱρέσεις] Gal. Libr.Ord.1.
2 to be dim, be faded, of paintings, Philostr.Im.1.2.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être aveugle ; fig. être insensible : περί τι à qch.
Étymologie: τυφλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφλώττω [τυφλός] verblind zijn.

German (Pape)

blind sein, überhaupt = τυφλόω im pass.; περί τι, Pol. 2.61.12; τυφλώττουσαν ψυχὴν περιφέρων, Luc. Nigr. 4; γραφαί, Philostr. imag. 1.2; τυφλώττων τῇ ἐπιθυμίᾳ, Hdn. 3.11.20.

Russian (Dvoretsky)

τυφλώττω: быть слепым (περί τι Polyb., Plat.; ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρειν Luc.).

Greek Monolingual

ΝΑ
είμαι τυφλός
νεοελλ.
μτφ. εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια
αρχ.
(για γραφή) είμαι δυσανάγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ώττω, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀμβλυώττω)].

Greek Monotonic

τυφλώττω: (τυφλός), είμαι τυφλός, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλώττω: εἶμαι τυφλός, ἐλελήθην τὴν ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρων Λουκ. Νιγρ. 4, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 19· περί τι Πολύβ. 2. 61, 12. 2) εἶμαι ἀσαφής, δυσδιάγνωστος, ἐπὶ γραφῆς, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, ὀνειρώττω ἐκ τοῦ ὄνειρος). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203-206.

Middle Liddell

τυφλώττω, τυφλός
to be blind, Luc.