υγρομέτωπος

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μαλακό, τρυφερό μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. λευκομέτωπος].