λευκομέτωπος
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
λευκομέτωπον,
A with a white forehead, Hippiatr.104, Hsch. s.v. φαλαρός.
II as substantive, name of a bird, PPetr.3p.152 (iii B.C.), PGrenf.2.14b3 (iii B.C.), etc.; λ. ἄγριος PMag.Par.1.2395, 3148, cf. 2.209 (prob.).
German (Pape)
[Seite 34] mit weißer Stirn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκομέτωπος: -ον, ἔχων λευκὸν μέτωπον, Ἱππιατρ. 253, Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
λευκομέτωπος, -ον (AM)
αυτός που έχει λευκό μέτωπο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λευκομέτωπος
ονομασία πτηνού.
Léxico de magia
-ον que tiene la frente blanca de un buey ὥρᾳ ἕκτῃ ... ἐπὶ γῆς βοῦν λευκομέτωπον en la hora sexta sobre la tierra un buey con la frente blanca (ref. al sol según las horas) P III 516 de un onagro θύε αὐτῷ λευκομέτωπον <ὀν>άγριον ofrécele en sacrificio un onagro con la frente blanca P IV 2395 P IV 3148