υγροποίηση
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υγροποιώ, μετατροπή στερεού ή αερίου σε υγρό
2. φρ. «υγροποίηση του άνθρακα»
(χημ.-τεχνολ.) τεχνική μετατροπής του άνθρακα φυσικής προέλευσης σε υγρούς υδρογονάνθρακες, όπως είναι το τεχνητό πετρέλαιο και η τεχνητή βενζίνη, διάφορα λιπαντικά υλικά κ.ά., με επίδραση υδρογόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγροποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑγροποίησις, μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].