υδρόβιος
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑδρόβιος, -ον, ΝΜ
αυτός που ζει μέσα στο νερό
νεοελλ.
φρ. α) «υδρόβιοι οργανισμοί» — οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται μέσα στα θαλάσσια και στα γλυκά νερά, καθώς και στις περιοχές που βρέχονται από νερά
β) «υδρόβια φυτά»
βοτ. i) φυτά τα οποία είναι προσαρμοσμένα να ζουν σε πλημμυρισμένα εδάφη ή εν μέρει ή πλήρως βυθισμένα στο νερό
ii) κατηγορία φυτών, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα ταξινόμησης, τα οποία έχουν τους οφθαλμούς τους βυθισμένους στο νερό και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να επιβιώνουν σε δυσμενείς περιόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -βιος (< βῖος) πρβλ. ὀρεσίβιος].