υδρόλυση
Greek Monolingual
και υδρολυσία, η, Ν
1. φυσ.-χημ.) διεργασία κατά την οποία συντελείται διάσπαση χημικών δεσμών με την επίδραση του νερού σε μια χημική ένωση
2. βιολ. μεταβολική διεργασία κατά την πέψη, μέσω της οποίας συντελείται, με την προσθήκη ενός μορίου νερού, η αναγωγή μιας ένωσης στα συστατικά της μέρη
3. (γεωμορφ.) διεργασία αποικοδόμησης τών πυριτικών πετρωμάτων
4. (εδαφολ.) ο μηχανισμός εξαλλοίωσης και αποικοδόμησης τών ορυκτών τών πετρωμάτων και τών εδαφών υπό την επίδραση χημικών ουσιών οι οποίες είναι διαλυμένες στα επιφανειακά ύδατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrolysis (< υδρο- + λύση)].