υπνηλία
Greek Monolingual
η / ὑπνηλία, ΝΜ ὑπνηλός
1. ιατρ. α) ακατανίκητη τάση για ύπνο, έξω από τον συνήθη χρόνο, που οδηγεί σε ύπνο μικρού βάθους και μικρής διάρκειας, φαινόμενο συχνό σε παχύσαρκους, γέροντες και αναρρωνύοντες·β) ελαφρά διαταραχή συνειδήσεως, θόλωση διανοίας ή ελαφρά σύγχυση
2. κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στην εγρήγορση.