υποδαυλίζω

Greek Monolingual

Ν
1. ανακινώ τους δαυλούς της φωτιάς ή βάζω νέους δαυλούς για να τήν διατηρήσω
2. μτφ. (σχετικά με εχθρότητα, μίσος, πάθος) υποκινώ, υποθάλπω, αναζωπυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + δαυλός + κατάλ. -ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αρ. Βαλαωρίτη].