υποκύπτω

Greek Monolingual

ὑποκύπτω ΝΜΑ
υποτάσσομαι («οἱ Μῆδοι ὑπέκυψαν Πέρσησι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. υποχωρώ σε κάτι από ανάγκη («δεν θα υποκύψω στις πιέσεις τους»)
2. πεθαίνω ύστερα από πάλη με τον θάνατο («υπέκυψε στα τραύματά του»)
3. φρ. «υπέκυψε στο μοιραίο» — πέθανε
αρχ.
1. (για ικέτη) προσκυνώ ταπεινά πέφτοντας στη γη («ἱκετεύουσιν θ' ὑποκύπτοντες», Αριστοφ.)
2. λυγίζω την πλάτη μου για να φορτωθώ κάτι
3. (με απρμφ.) σκύβω για να κάνω κάτι («ὑποκύψας θεάσαι τοὺς βαστάζοντας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύπτω «σκύβω»].