υπόλοιπο

Greek Monolingual

το, Ν
1. αυτό που απομένει από ένα σύνολο («το υπόλοιπο θα το φάω αύριο το πρωΐ»)
2. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη της αφαίρεσης δύο αριθμών
3. (στατ.) η ποσότητα που απομένει από την αφαίρεση δύο ποσοτήτων και που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της υπολογιζόμενης και της παρατηρούμενης τιμής και η οποία αντιστοιχεί σε ένα σφάλμα
4. φρ. «υπόλοιπο διαίρεσης»
μαθημ. ο αριθμός που απομένει σε μια ατελή διαίρεση και ο οποίος όταν προστεθεί στο γινόμενο του πηλίκου,επί τον διαιρέτη,δίνει τον διαιρετέο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. υπόλοιπος].