υφαρπαγή

Greek Monolingual

η / ὑφαρπαγή, ΝΑ ὑφαρπάζω
επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτησηυφαρπαγή της ψήφου»)
2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως»
(νομ.) αδίκημα που συνίσταται στην με εξαπάτηση του αρμόδιου υπαλλήλου απόσπαση δημόσιου εγγράφου στο οποίο βεβαιώνεται αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες ή στη χρήση μιας τέτοιας αναληθούς βεβαιώσεως με σκοπό την εξαπάτηση άλλου
β) «εξ υφαρπαγής»
μτφ. (με επιρρμ. σημ.) βίαια και ύπουλα.