φάραι

English (LSJ)

ὑφαίνειν, πλέκειν, Hsch. φαραιδάκη· μυρίκη, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑφαίνειν, πλέκειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. άγνωστης ετυμολ. και αμφίβολης σημ. που παραδίδει ο Ησύχιος. Τόσο η ερμηνεία της λ. με ενεστωτικούς τ. «ὑφαίνειν, πλέκειν», παρά τη μορφή της που θυμίζει απαρέμφατο αορίστου, όσο και το ότι το λήμμα βρίσκεται στη σωστή αλφαβητική του θέση δυσχεραίνει πολύ την ετυμολογική του προσέγγιση. Κατά μία άποψη, ο τ. θεωρείται παρεφθαρμένος και έχει προταθεί η διόρθωση του σε φᾱναι (< ὑφᾱναι με υφαίρεση, πρβλ. φαδιάσαι). Η σύνδεση, τέλος, του τ. είτε με τη λ. φᾱρος «ύφασμα» είτε με τη λ. φορμός δεν θεωρείται πιθανή].