φέξη

Greek Monolingual

η, Ν
1. φέξιμο, φωτισμός
2. ξημέρωμα, γλυκοχάραμα
3. φρ. «στη χάση και στη φέξη»
(ενν. του φεγγαριού) μτφ. αραιά, που και που.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεξ- του αορ. έ-φεξ-α του φέγγω + κατάλ. -η (πρβλ. χάση)].