ξημέρωμα
From LSJ
πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time
Greek Monolingual
το
ξημερώνω
1. η ανατολή της ημέρας, αυγή, χαραυγή
2. αγρύπνια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες
3. (συν. στον πληθ, ως επίρρ.) ξημερώματα
με την αυγή («ξημερώματα θα ξεκινήσουμε»)
4. φρ. «καλό ξημέρωμα» — λέγεται ως χαιρετισμός, αντί καληνύχτα, σε κάποιον ή από κάποιον που αποχωρεί κατά τις προχωρημένες μεταμεσονύκτιες ώρες.