ωνος, ὁ, perhaps = φέλων, Alc.Fr.48 Lobel (= Supp.23.4).
-ωνος, ὁ, Α
πιθ. φέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. αποτελεί άλλο τ. αντί της λ. φέλων, ενώ, κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει σημ. «σύντροφος» και έχει σχηματιστεί < φίλος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. τρίβων)].