φαντασίωση

Greek Monolingual

η / φαντασίωσις, -ώσεως, ΝΜ φαντασιῶ
ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων
νεοελλ.
1. συνεκδ. πλάσμα της φαντασίας, αποκύημα της φαντασίας
2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές
β) (στην ψυχανάλ.) ψυχικό φανταστικό γέννημα ενός υποκειμένου, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο μια επιθυμία του υπό μορφή λιγότερο ή περισσότερο αλλοιωμένη, μεταμφιεσμένη.