φερέφλογος

Greek (Liddell-Scott)

φερέφλογος: καὶ φερήφλογος, ον, ὁ φέρων φλόγα, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 373, 291, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

και φερήφλογος, -ον, Μ
αυτός που έχει φλόγα, φλογοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. πυρί-φλογος. Το -η- του τ. φερήφλογος για αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].