φλογοφόρος
From LSJ
φλογοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐν ἑαυτῷ φλόγα, φεγγίτης Ideler Phys 2. 204, κλπ.
-α, -ο / φλογοφόρος, -ον, ΝΜ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει μέσα του φλόγα
μσν.
(για πολύτιμο λίθο) αυτός που εκπέμπει λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -φόρος].