φερεσανθής

English (LSJ)

φερεσανθές, = φερανθής, χοροί prob. in h.Hom.30.14.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, = φερανθής, H. h. 30, 14 f. L. für εὐανθής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει άνθη, φερανθής, διακοσμημένος με άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντιστοιχεί στο επίθ. φερανθής (για τον σχηματισμό πρβλ. και λ. φερέσβιος) και αποτελεί διόρθωση άλλου τ.].