φερανθής

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερανθής Medium diacritics: φερανθής Low diacritics: φερανθής Capitals: ΦΕΡΑΝΘΗΣ
Transliteration A: pheranthḗs Transliteration B: pheranthēs Transliteration C: feranthis Beta Code: feranqh/s

English (LSJ)

φερανθές, flower-bringing, ἔαρ AP9.363 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1261] ές, Blumen tragend, bringend, ἔαρ Mel. 110 (IX, 363).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui produit des fleurs.
Étymologie: φέρω, ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

φερανθής: приносящий цветы (ἔαρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φερανθής: -ές, ὁ φέρων ἄνθη, φερανθέος εἴαρος ὥρη Ἀνθ. Παλατ. 9, 363· λάμπει ποτὲ καὶ φερανθὲς ὀπωροφόρον ἔαρ Κ. Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν 3. 25.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει άνθη («φερανθέος εἴαρος ὥρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, φιλανθής].

Greek Monotonic

φερανθής: -ές (ἄνθος), αυτός που φέρνει άνθη (λουλούδια), σε Ανθ.

Middle Liddell

φερ-ανθής, ές ἄνθος
flower-bringing, Anth.