φερανθής
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
φερανθές, flower-bringing, ἔαρ AP9.363 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1261] ές, Blumen tragend, bringend, ἔαρ Mel. 110 (IX, 363).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui produit des fleurs.
Étymologie: φέρω, ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
φερανθής: приносящий цветы (ἔαρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φερανθής: -ές, ὁ φέρων ἄνθη, φερανθέος εἴαρος ὥρη Ἀνθ. Παλατ. 9, 363· λάμπει ποτὲ καὶ φερανθὲς ὀπωροφόρον ἔαρ Κ. Μανασσ. κατὰ Ἀρίστανδρ. κ. Καλλιθέαν 3. 25.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει άνθη («φερανθέος εἴαρος ὥρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκανθής, φιλανθής].
Greek Monotonic
φερανθής: -ές (ἄνθος), αυτός που φέρνει άνθη (λουλούδια), σε Ανθ.