φερεστέφανος

English (LSJ)

φερεστέφανον,
A bringing victory, Χάριτες B.18.6.
II winning the crown of victory, IG22.3118.

Greek (Liddell-Scott)

φερεστέφᾰνος: -ον, ὁ κερδίζων, ὁ λαμβάνων τὸν στέφανον τῆς νίκης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 928.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φέρνει τη νίκη
2. αυτός που παίρνει το στεφάνι της νίκης, νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στέφανος (πρβλ. μνησιστέφανος, χρυσοστέφανος)].