φιλήμων

English (LSJ)

φιλήμον, gen. ονος, kindly, affectionate, EM259.57: elsewhere as pr. n.

Greek Monolingual

-ονος, ο / φιλήμων, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
ευγενικός, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ -μων (πρβλ. νοήμων). Ως όρος της ζωολ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philemon].