φιλότεκνος
English (LSJ)
φιλότεκνον, loving one's children, or loving one's offspring, Hdt. 2.66, E.HF636, Ph.356, Ar.Th.752, Ep.Tit.2.4; ἦθος φ. D.S. 34/5.11: Comp., αἱ μητέρες -ότεραι Arist.EN1168a25; Sup. -ότατος Plu.Aem.6: τὸ φιλότεκνον = φιλοτεκνία, Id.2.93f.
German (Pape)
[Seite 1286] Kinder, Junge liebend, Kinderfreund; πᾶσιν ἀνθρώποισιν φιλότεκνος βίος Eur. Phoen. 972, vgl. 359; Ar. Th. 752; Her. 2, 66; – compar., Arist. eth. 9, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui aime ses enfants ; τὸ φιλότεκνον, c. φιλοτεκνία;
2 qui aime ses petits;
Sp. φιλοτεκνότατος.
Étymologie: φίλος, τέκνον.
Russian (Dvoretsky)
φιλότεκνος: любящий детей, чадолюбивый Her., Arph., Arst., Plut.: πᾶσιν ἀνθρώποισι φ. βίος Eur. всем людям свойственна любовь к детям.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότεκνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ ἑαυτοῦ τέκνα, Ἡρόδ. 2. 66, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 636, Φοίν. 356, Ἀριστοτ. Θεσμ. 752· ― συγκρ., φιλοτεκνότεραι αἱ μητέρες Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 7, 7· ὑπερθ. -ότατος, Πλουτ. Αἰμίλ. 6· ― τὸ φιλότεκνον = φιλοτεκνία, ὁ αὐτ. 2. 93F.
English (Strong)
from φίλος and τέκνον; fond of one's children, i.e. maternal: love their children.
English (Thayer)
φιλοτεκνον (φίλος and τέκνον), loving one's offspring or children: joined with φίλανδρος (as in Plutarch, mor., p. 769c.), of women, Herodotus 2,66; Aristophanes, Euripides, Aristotle, Plutarch, Lucian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλότεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τα παιδιά του
νεοελλ.
αυτός που επιθυμεί να αποκτήσει παιδιά
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλότεκνον
η φιλοτεκνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. μισότεκνος].
Greek Monotonic
φῐλότεκνος: -ον, αυτός που αγαπά τα παιδιά ή τους απογόνους του, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
φῐλότεκνος, ον,
loving one's children or offspring, Hdt., Eur.
Chinese
原文音譯:filÒteknoj 非羅帖克挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-生產的
字義溯源:愛兒女;由(φίλος)*=親愛)與(τέκνον)=孩子)組成,而 (τέκνον)出自(τίκτω)*=生產)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 愛兒女(1) 多2:4