φλάουτο

Greek Monolingual

το, Ν
μουσ.
1. ο πλαγίαυλος
2. φρ. «φλάουτο με ράμφος» — πνευστό όργανο, πρόγονος του φλάουτου που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μπαρόκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. flauto < αρχ. προβηγκιακό flaut, πιθ. άλλος τ. αντί flaujol / flauja < λατ. flo «πνέω, φυσώ» (βλ. και λ. φλαζεολέ)].