μπαρόκ
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
το
άκλ. καλλιτεχνικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στις ρωμαιοκαθολικές χώρες της Ευρώπης τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα ως τέχνη της Αντιμεταρρύθμισης και που ως κύρια χαρακτηριστικά του έχει την τάση προς το κολοσσιαίο και το μεγαλοπρεπές, τη συχνή χρήση της καμπύλης γραμμής, το μεγάλο εύρος τών σχεδίων και τη φορτική πολυτέλεια του διακόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baroque < πορτογαλλ. barroco «ακανόνιστο μαργαριτάρι»].