φλογώψ

English (LSJ)

ὁ, ἡ, = φλογωπός, ἀντολαί A.Pr.791.

German (Pape)

[Seite 1292] ῶπος, = φλογωπός, Aesch. Prom. 793 πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. φλογωπός.
Étymologie: φλόξ, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

φλογώψ: ῶπος adj. сияющий, лучезарный (ἀντολαί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φλογώψ: ὁ, ἡ, = φλογωπός, Αἰσχύλ. Πρ. 791, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1363.

Greek Monolingual

-ῶπος, ὁ, ἡ, Α
φλογωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + -ώψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. φοβερώψ].

Greek Monotonic

φλογώψ: ὁ, ἡ, = φλογωπός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= φλογωπός, Aesch.