φλυδαρός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1293] weich von überflüssiger Nässe, Feuchtigkeit, matschig, wie πλαδαρός, Galen. aus Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλῠδᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πλαδαρός, ὑγρός, μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
υγρός ή πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα -αρός (πρβλ. μαδαρός, πλαδαρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro].