φρασεολογία

Greek Monolingual

και φρασιολογία, η, Ν
ο τρόπος σύνθεσης τών φράσεων του λόγου, η επιλογή και ο συνδυασμός τών λέξεων, εκφραστικός τρόπος («προσεγμένη [ή άσεμνη ή απαράδεκτη] φρασεολογία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράσις, -εως + συνδ. φωνήεν -ο- + -λογία. Ο τ. φρασεολογία μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή, ενώ ο τ. φρασιολογία από το 1866 στον Ιωάννη Πανταζίδη].