φρητία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, ion. zsgzgn = φρεατία, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
φρητία: Ἰων. ἀντὶ φρεατία, «φρητία· στόμα φρέατος· Ἡσύχ. φρητίον, τό, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών -εα-].
(II)
ἡ, Α
φρατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ- < θ. φρατρ- της λ. φράτηρ (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-].