και φθηναίνω Ν φτηνός / φθηνός1. (μτβ.) κατεβάζω τις τιμές εμπορευμάτων, υποτιμώ2. (αμτβ.) γίνομαι φτηνότερος3. μτφ. γίνομαι ευτελής, ξεπέφτω.