φτηναίνω

Greek Monolingual

και φθηναίνω Ν φτηνός / φθηνός
1. (μτβ.) κατεβάζω τις τιμές εμπορευμάτων, υποτιμώ
2. (αμτβ.) γίνομαι φτηνότερος
3. μτφ. γίνομαι ευτελής, ξεπέφτω.